Showing 25–36 of 37 results
Το νέο βιβλίο του πολυβραβευμένου Μανόλη Πρατικάκη, «Σύνδρομο Fregoli – Το τίμημα να είσαι ένας άλλος», δομείται πάνω σε μία νουβέλα και δύο αφηγήματα που παντρεύουν την ψυχιατρική με τη λογοτεχνία.
Με σκηνικό του την αυτοκρατορία της ψυχής, ο συγγραφέας αξιοποιεί με απαράμιλλη δεξιοτεχνία την πρώτη ύλη του –το φαντασιακό παράδοξο κόσμο του νου και τις εκτροπές του–, μεταμορφώνοντας τρία πρόσωπα που νοσούν ψυχικά σε τρεις γοητευτικές λογοτεχνικές περσόνες. Οι φιγούρες, μέσα στην καθημερινότητα και την τραγικότητά τους, μετατρέπονται σε μια μεγαλειώδη αλληγορία για το κατακερματισμένο και εφιαλτικά αποπροσωποποιημένο σύγχρονο άνθρωπο της νεωτερικότητας. Κι ενώ ο αναγνώστης συναντά αδύναμες ψυχές που δεν αντέχουν την τόση πραγματικότητα και σκηνοθετούν ένα δικό τους ανύπαρκτο κόσμο, καταδύεται στο έρεβος της ψυχής του άλλου, για να μεταβεί σε μία ψυχο-κοινωνιολογική αναζήτηση γύρω από την «ταυτότητα» και τον πολιτισμό μας. Στον απόηχο των ιστοριών ένα ερώτημα απαιτεί να απαντηθεί: Μήπως εντέλει ο πολιτισμός μας είναι αυτός που νοσεί, με την ακόρεστη απληστία του και την απώλεια κάθε πηγαίου και αυθεντικού;
Η νουβέλα «Σύνδρομο Fregoli» και τα δύο αφηγήματα «Μπρους Λι», «Μια παράδοξη τύφλωση» είναι απαλλαγμένα από ψυχιατρική θεωρία και εστιάζουν στην ανθρώπινη ιστορία. Ο Μανόλης Πρατικάκης αφηγείται με διεισδυτικότητα ψυχαναλυτική και «με την πρόθεση να θαυμάσει, να πλησιάσει, να φροντίσει», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά στον πρόλογο του βιβλίου ο Αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής και ποιητής Γιάννης Ζέρβας. «Η αφήγησή του στηρίζεται κυρίως στη συμπεριφορά και στις μαρτυρίες των ασθενών του. Πέρα από τη λογοτεχνική τους αξία, τα τρία περιστατικά έχουν σαφή εκπαιδευτική χρησιμότητα, γιατί δείχνουν ξεκάθαρα τη σημασία της γλώσσας στην ψυχιατρική περιγραφή ώστε να αποκτήσει υπόσταση ο άλλος, γιατί μόνο έτσι μας εξοικειώνει αληθινά με το πρόσωπο και μας δίνει τη δυνατότητα να το γνωρίσουμε αρκετά ώστε να μπορούμε να προβλέψουμε τις αντιδράσεις του. Στα δικά μου μάτια δείχνει σαφής η πρόθεση του Πρατικάκη μέσα από αυτό το ιδιαίτερο βιβλίο του, όπου η ποιητική του δεινότητα υποτάσσεται και υπηρετεί την περιγραφή και την παρουσίαση των ανθρώπων και των θεραπειών τους. Το μήνυμά του όπως το αντιλαμβάνομαι, λέει το εξής: Χωρίς τη λογοτεχνία η ψυχιατρική στεγνώνει επικίνδυνα».
Η Ιφιγένεια Μαστρογιάννη αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας παιδιών που τελειώνουν το Λύκειο. Από τη μια πλευρά, η ανούσια καθημερινότητα του σχολείου που αναλώνεται σε αδιέξοδες τακτικές συμμόρφωσης και στο εξεταστικό σύστημα και από την άλλη, η παλλόμενη ζωή και ο εφηβικός έρωτας. Μέσα σε αυτή τη σύγκρουση όπου συνθλίβονται συναισθήματα και δοκιμάζονται ιδέες, η «γενιά των καταλήψεων και των συγκεχυμένων αιτημάτων» θα αναζητήσει τη διέξοδο και κάπου εκεί, στα δύσκολα περάσματά της θα συναντήσει την ομορφιά της αγάπης.
Ένα δυνατό εφηβικό μυθιστόρημα με τη συγκινητική ιστορία μιας ομάδας μαθητών, κάπου στα δυτικά της Αθήνας. Αφηγήτρια είναι η Μαρία, η οποία εγκαταλείπει την Πρέβεζα για να έρθει σε ένα σχολείο της Αθήνας, πριν από τις πανελλήνιες εξετάσεις. Θα γνωρίσει την Άννα, ένα ευαίσθητο κορίτσι, που θα γίνει η καλύτερή της φίλη και θα μπει στην παρέα του Παύλου και του Θάνου. Η καθημερινότητα του σχολείου που αναλώνεται στο εξεταστικό σύστημα, η αλλοτριωτική έπαρσή του, που καταφάσκει την αντιπαλότητα και κάνει τον άνθρωπο ευάλωτο, θα φέρουν τα παιδιά και τους δασκάλους τους σε αντίθεση. Η τραγικότητα της σύγκρουσης ανάμεσα στο μουμιοποιημένο εκπαιδευτικό σύστημα και στην παλλόμενη ολόγυρα ζωή θα προσδιοριστεί μέσα από τον τρυφερό, εφηβικό έρωτα του Παύλου και της Μαρίας και θα κορυφωθεί με τον ήσυχο, σαν «ψιχάλισμα φθινοπωρινό», θάνατο ενός παιδιού. Του πιο ζωηρού. Του πιο ευαίσθητου απ’ όλους, του Θάνου. Στο τέλος, η αρχέγονη αίσθηση των πραγμάτων και η γαλήνια καθημερινή εξέλιξή τους, ο έρωτας για τη ζωή και τον άνθρωπο θα δώσουν στα παιδιά αυτά δυνατότητα διαφυγής, για την αναζήτηση ενός νοήματος ζωής που το σχολείο αδυνατεί ή δε θέλει να δώσει.
Οι αλήθειες των ταξιδιών αρχίζουν από τα λιμάνια, κατασταλάζουν στη μνήμη και τονίζουν τη μεγαλοπρέπεια της θάλασσας.
Ποντοπόρος ταξιδευτής, ο συγγραφέας Μανώλης Ροδανάκης στο βιβλίο του «Ταξιδευτές στα πέλαγα» ξεδιπλώνει με νοσταλγία τους χάρτες στο βάθος του χρόνου, καταγράφοντας τις ρότες υπερπόντιων ταξιδιών, προτού χαθούν τα ίχνη τους στην ομίχλη.
Τα γεγονότα που περιγράφει ο συγγραφέας φαντάζουν εξωπραγματικά, είναι όμως αληθινές εικόνες και χρώματα ενός κόσμου μιας άλλης εποχής. Συνέβησαν στις δύσβατες ρότες των ωκεανών, σε ανθρώπους με ψυχή και ταυτότητα. Αφήνουν γεύση αλμύρας, στην μπουνάτσα, στη δίνη των κυμάτων, στο τρίξιμο της λαμαρίνας, όταν οι φουρτούνες έμοιαζαν με αιώνες. Παραγωγός και αποδέκτης πολλαπλών συναισθημάτων, ο Μανώλης Ροδανάκης μέτρησε εκατομμύρια ναυτικά μίλια στον περίπλου των πόντων και κατέγραψε περιστατικά που συνέβησαν κατά τη διάρκεια υπερπόντιων ταξιδιών της περασμένης γενιάς, τα οποία τονίζουν τη ναυτοσύνη και υποβαθμίζουν τη συνάντησή τους με τη λησμονιά.
Η ταξιδιωτική γραφή του Μανώλη Ροδανάκη, βαθιά εξομολογητική, μεταφέρει έναν πλούτο πληροφοριών για τον κόσμο της θάλασσας και τη ναυτική κοινωνία, αναπλάθοντας άλλοτε με γοητεία και άλλοτε με ρεαλισμό μια ολόκληρη εποχή. Ο συγγραφέας υπογράφει ένα πλήθος εμπειριών και βιωμάτων παρασύροντας τον αναγνώστη σε ένα πρωτόγνωρο ταξίδι από τη Μεσόγειο μέχρι τις εσχατιές της γης.
Η ζωή παίζει πολλά παιχνίδια και επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις. Η αγάπη, ακέραιη και ανυπότακτη, δε χάνεται, δε γονατίζει ούτε εγκαταλείπει ποτέ τις καρδιές των ανθρώπων. Δύο κορίτσια που η μοίρα και η δίνη της ζωής τα χώρισε κράτησαν ανέπαφη την αγάπη και την ελπίδα στις πληγωμένες καρδιές τους…
Ο πιο καλός μου φίλος είναι ένα μικρό δελφίνι. Μαζί του έζησα περιπέτειες που δεν τις βάζει ο νους σας. Με τα φτερά της φαντασίας ταξιδέψαμε στο γυάλινο νησί, ένα πολύτιμο πετράδι στην αγκαλιά της θάλασσας. Εκεί όλα ήταν γυάλινα, ακόμη και οι άνθρωποί του, που έβλεπες ό,τι έχουν στο μυαλό και στην καρδιά τους. Εκεί κατοικούσε και η Διάφανη, το πανέμορφο κρυστάλλινο κορίτσι, η ψυχή του γυάλινου νησιού. Μαζί έφτιαξαν έναν κόσμο γαλήνιο, ειρηνικό, όπως αυτόν που ονειρευόμαστε όλοι. Αλλά επειδή αυτός ο κόσμος ήταν γυάλινος, με το παραμικρό κινδύνευε να σπάσει. Και λίγο έλειψε να γίνει το κακό όταν ο φιλόδοξος ναύαρχος Τζαμάκης ύψωσε έναν συρμάτινο φράχτη φυλακίζοντας τους γυάλινους ανθρώπους, αλλά κι όταν οι πειρατές πήγαν να κλέψουν τη Διάφανη. Ευτυχώς έσωσε την κατάσταση η φτερωτή κρυστάλλινη γοργόνα που φύλαγε το γυάλινο νησί. Βοηθήσαμε όμως κι εμείς. Το δελφινάκι, εγώ κι ο ποιητής Τζίμπο βάλαμε το χεράκι μας και ο θαυμαστός γυάλινος κόσμος δεν έσπασε. Δεν έγινε θρύψαλα και κομμάτια κι έτσι μπορείτε να το επισκέπτεστε κι εσείς.
Πώς; Αφήστε ελεύθερη τη φαντασία σας κι εκείνη θα σας οδηγήσει εκεί.
Μία απολαυστική περιπέτεια για τα φτερά που μας χαρίζει η θέληση και η φαντασία.
Το χαμπέρι έφτασε και στο χωριό της πλαγιάς. Έφτασε σαν το κακό πουλί. Κι εσκέπασε σφιχτά με τις φτερούγες του τον ανθισμένο λόφο. Και τον έπνιξε.
Πρωί πρωί η “κυρία είσοδος” του κόκκινου σπιτιού έκλεισε μ’ ένα βρόντο σαν τη στριγγλιά. Και το μπρούτζινο χέρι με το δαχτυλίδι τινάχτηκε δυο φορές στον αέρα και χτύπησε δίχως σκοπό. Τακ. Τακ.
Περάστε! είπε η μοίρα στη συφορά. Κι εκείνη πέρασε ευγενικά και εστρογγυλοκάθισε στον καναπέ, δίπλα στο μαντολίνο του Νικόλα και στα δαντελένια μαξιλαράκια της κυρίας Κατίνας.
Κείνη τη μέρα μαζευτήκανε όλοι στο σπίτι της Σμυρνιάς. Από κει θα φεύγανε οι πέντε άντρες.
“Θα ‘ρθουμε πίσω”, λέγανε. Γιατί προσοαθούσανε να δώσουνε κουράγιο στις γυναίκες. Και γελούσανε. Μα το γέλιο έπεφτε από το μισό τους χείλι σαν τ’ αποτσίγαρο. Κι έσβηνε…
Η Εκάτη-Ουλρίκα, μνήμη που συγκρατεί τα μυστικά και κάνει προσωπεία τα πρόσωπα και μαριονέτες τους πεθαμένους της για ν’ αντέξει.
Και ο Μιχαήλ-Σεμπάστιαν που συμπληρώνει τη χαμένη παρτιτούρα – γι’ αυτό έχει έρθει εξάλλου σ’ αυτή τη ζωή.
Ανάμεσά τους, η Ιστορία και η Συγγένεια, το Παρελθόν και η Νέμεσις, το Χρέος και ο Έρωτας, ο Μπόρχες και η Αιώνια Επανάληψη.
«Άλεφ» και «Μπεθ», υπνοβάτες στο Σολάρις του Διαδικτύου, όπου «ό,τι γεννιέται γεννιέται ξανά», για μια αιώνια στιγμή. «Δραπέτες», καταδικασμένοι να συναντιούνται ξανά και ξανά στην ίδια σκακιέρα. Με προσωπεία, έστω. Και με λόγια –για να τ’ αντέξουν− δανεικά. Ακούγοντας πάντα τον δικό τους Ραβέλ ή Βάγκνερ, με την υπόσχεση να αιωρείται εκεί σαν θηλιά: «Πατέρα, δεν ξέχασα, μάνα είμαι εδώ στην ξερολιθιά, σε κάθε ξερολιθιά, κι ακούω πάντα τον δικό μας Βάγκνερ. Θα ξανάρθω, και η τιμωρία θα είναι πορφυρή».
Με σημείο εκκίνησης τον Πύργο της προπολεμικής Ελλάδας και τελικό σταθμό τη Ναυτιλία, ο Διονύσης Κοτσώνης διαγράφει μία διαδρομή ζωής μεστής από εμπειρίες, που του χάρισε την καταξίωση μιας επίζηλης επαγγελματικής πορείας.
Τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων στο κτήμα του Πύργου, το Κολέγιο Αθηνών, η Νέα Υόρκη των σπουδών αλλά και αφετηρία της σταδιοδρομίας του ως καθηγητή και ερευνητή οικονομολόγου στην Κεντρική Τράπεζα της Αμερικής, η μετάβαση στην Ουάσινγκτον ως ειδικού εμπειρογνώμονα σε οικονομική επιτροπή επί προεδρίας Κένεντι, η ανελέητη Γουόλ Στριτ, η επιστροφή στην Ελλάδα ως επικεφαλής της Τράπεζας Επενδύσεων του Ανδρεάδη και στη συνέχεια η ίδρυση της Ευρωεπενδυτικής Τράπεζας, νυν Eurobank, αποτελούν σταθμούς μιας προσωπικής, άκρως ενδιαφέρουσας κατάθεσης οκτώ δεκαετιών αλλά και μιας γλαφυρής καταγραφής του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού πλαισίου που τις συνοδεύουν.
Δραματικά στιγμιότυπα της ελληνικής ιστορίας, Κατοχή, Δεκεμβριανά, Εμφύλιος, χούντα και μεταπολίτευση του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της αμερικανικής, Μακαρθισμός, Κόλπος των Χοίρων, Βιετνάμ, περνούν σαν κρόουλ σε μια ταινία έντονα αυτοβιογραφική.
Με συνοδοιπόρους το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό, ο Διονύσης Κοτσώνης ταξιδεύει τους αναγνώστες σε μια ολόκληρη εποχή που έγραψε Ιστορία. Τα προσωπικά «αρχεία» της ζωής του διαθέτουν «μέγεθος μνήμης», η πρόθεσή του έχει ειλικρίνεια και η διάθεσή του αποπνέει αισιοδοξία για το μέλλον.
Το ταξίδι ebook
Με σημείο εκκίνησης τον Πύργο της προπολεμικής Ελλάδας και τελικό σταθμό τη Ναυτιλία, ο Διονύσης Κοτσώνης διαγράφει μία διαδρομή ζωής μεστής από εμπειρίες, που του χάρισε την καταξίωση μιας επίζηλης επαγγελματικής πορείας.
Τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων στο κτήμα του Πύργου, το Κολέγιο Αθηνών, η Νέα Υόρκη των σπουδών αλλά και αφετηρία της σταδιοδρομίας του ως καθηγητή και ερευνητή οικονομολόγου στην Κεντρική Τράπεζα της Αμερικής, η μετάβαση στην Ουάσινγκτον ως ειδικού εμπειρογνώμονα σε οικονομική επιτροπή επί προεδρίας Κένεντι, η ανελέητη Γουόλ Στριτ, η επιστροφή στην Ελλάδα ως επικεφαλής της Τράπεζας Επενδύσεων του Ανδρεάδη και στη συνέχεια η ίδρυση της Ευρωεπενδυτικής Τράπεζας, νυν Eurobank, αποτελούν σταθμούς μιας προσωπικής, άκρως ενδιαφέρουσας κατάθεσης οκτώ δεκαετιών αλλά και μιας γλαφυρής καταγραφής του κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού πλαισίου που τις συνοδεύουν.
Δραματικά στιγμιότυπα της ελληνικής ιστορίας, Κατοχή, Δεκεμβριανά, Εμφύλιος, χούντα και μεταπολίτευση του ΠΑΣΟΚ, αλλά και της αμερικανικής, Μακαρθισμός, Κόλπος των Χοίρων, Βιετνάμ, περνούν σαν κρόουλ σε μια ταινία έντονα αυτοβιογραφική.
Με συνοδοιπόρους το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό, ο Διονύσης Κοτσώνης ταξιδεύει τους αναγνώστες σε μια ολόκληρη εποχή που έγραψε Ιστορία. Τα προσωπικά «αρχεία» της ζωής του διαθέτουν «μέγεθος μνήμης», η πρόθεσή του έχει ειλικρίνεια και η διάθεσή του αποπνέει αισιοδοξία για το μέλλον.
«Είναι άνοιξη! Απόβραδο. Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα. Δεν αντέχει πια η ψυχή μου να κουβαλήσει τόση ομορφιά. Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι. Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν».
Το “Τετράδιο της Αλκυόνης” είναι αφιερωμένο “σ’ αυτούς που ξέρουν να ζουν, ν’ αγαπούν, να ελπίζουν, να χαίρονται…” Και ξεκινά στέλνοντας “ένα γλυκό φιλί στη νέα μέρα που ξεπροβάλλει”. Δεν έχει σημασία αν αυτή η μέρα είναι η 1η Ιανουαρίου του 2004, ούτε αν είναι η περσινή, ούτε αν είναι μια απ’ αυτές που μελλοντικά θα ξημερώσουν μαζί με το φως του ήλιου.
Γιατί αυτό το βιβλίο δεν είναι άλλο ένα ημερολόγιο του 2004. Είναι ένα ξεχωριστό “αντι-ημερολόγιο” διαχρονικό, που γαληνεύει την ψυχή και την οδηγεί σε ονειρικά μονοπάτια.
«Το άσπρο σπιτάκι με τα κεραμίδια ήτανε το τελευταίο του χωριού. Από κει και πέρα άρχιζαν τα καπνοχώραφα. Δυο κάμαρες και μια αυλή, γεμάτη γιασεμιά. Στη μια κάμαρα αποθήκευαν τα καπνά. Στην άλλη είχανε τη σόμπα, δυο στενά καναπεδάκια για τη μάνα και τη γιαγιά, το μεγάλο κρεβάτι, που τώρα κοιμόντουσαν τα παιδιά, κι ένα κομό σκαλισμένο στο χέρι, προίκα της γιαγιάς…»
Μια ιστορία γεμάτη δυνατά χρώματα και συναισθήματα που μας ταξιδεύει πέρα από την πραγματικότητα και μας μαγεύει με τον ποιητικό λόγο της.
There are no products |